Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Κάποιες σκέψεις για την Παιδεία

Κάποιες Σκέψεις για την Παιδεία

Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης για το θέμα των εκλογών των νέων διοικήσεων στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ της χώρας είδαμε διάφορα ευτράπελα να γίνονται στους χώρους των πανεπιστημίων, ως και κάλπες να απαγάγονται στο όνομα της δημοκρατίας!!!
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρόσφατα ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων κάποιο νομοθετικό πλαίσιο που αφορούσε κάποια μείζονα θέματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Κάποιος μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί στο σύνολο ή σε επιμέρους διατάξεις του θεσμικού αυτού πλαισίου. Για τα θέματα αυτά έγιναν κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, κατατέθηκαν απόψεις. Βέβαια η γνώμη μας είναι ότι για τόσο σοβαρά θέματα, οι προτεινόμενες αλλαγές πρέπει να γίνονται υπόθεση όλης της κοινωνίας και των πολιτών για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορεί ο καθένας να γίνεται κοινωνός όλων των απόψεων. Μέσα από μια τέτοια συζήτηση, ανοικτή στην κοινωνία, θα προκύψουν οι απαραίτητες αλλαγές. Μόνο έτσι οι αλλαγές αυτές αποκτούν πραγματική κοινωνική πλειοψηφία και κατ’ έπέκταση και πολιτική. Όμως τέτοια συζήτηση στη χώρα μας δεν έγινε όχι μόνο με αφορμή αυτές τις αλλαγές στην Ανωτάτη Εκπαίδευση, αλλά και σε μια σειρά άλλα θέματα. Στη χώρα μας δυστυχώς δεν έχουμε μάθει να συζητάμε πραγματικά. Οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία καταθέτουν ένα νομοσχέδιο, λένε ότι κάνουν συζήτηση για λίγες μέρες στη Βουλή και μετά με τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες γίνονται νόμοι του Κράτους. Θα πει κάποιος ότι αυτή είναι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κάποιος άλλος όμως θα πει ότι και στη Μεγάλη Βρετανία αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουν, όμως για να αλλάξουν κάποια πράγματα στα σχολεία συζητούσαν τέσσερα χρόνια. Και συζήτηση ουσιαστική πέρα από τα στενά κομματικά πλαίσια, με την συμμετοχή των σχολείων, των εκπαιδευτικών, των φοιτητών, των πολιτών. Ξεπερνώντας το θέμα αυτό, (που αποτελεί όμως ουσιαστικό χαρακτηριστικό του ελλείμματος δημοκρατίας που έχουμε στη χώρα μας), ας δούμε κάποια επιμέρους θέματα της παιδείας, εκφράζοντας κάποιες σκέψεις για συζήτηση και διάλογο.
1. Το θέμα της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο εφαρμόζεται σήμερα στα Πανεπιστήμια από την πρώτη μέρα που ψηφίστηκε και πάρα πολλά θέματα λύνονται με βάση αυτό το νέο θεσμικό πλαίσιο. Άρα δεν είναι σωστό να επικαλούνται κάποιοι ότι με την καθολική ψηφοφορία των φοιτητών εφαρμόζεται το νέο θεσμικό πλαίσιο. Και σε τελευταία ανάλυση είναι δυνατόν σε κάθε νόμο –έστω και αυτής της αστικής δημοκρατίας- που δεν συμφωνεί κάποιος να κυρήσσει ανυπακοή. Είναι κατανοητή η θέση που λέει κάποιος, ότι θα αλλάξει το συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, όταν δημιουργηθούν οι απαιτούμενες κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες. Ανυπακοή σε ένα νόμο την κατανοώ, ως μια πολιτική θέση σε ένα μείζον θέμα της κατάλυσης της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Δηλαδή σε σοβαρές έκτακτες καταστάσεις. Όμως σ’αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει καθολική αντίδραση της κοινωνίας. Σήμερα όμως δεν διαπιστώνουμε καμιά ιδιαίτερη αντίδραση της κοινωνίας να μην εφαρμοστεί το νέο θεσμικό πλαίσιο για την παιδεία. Και σε τελευταία ανάλυση ας δουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (δηλαδή οι φοιτητές, οι Πανεπιστημιακοί και οι άλλοι φορείς του Πανεπιστημίου) τα θέματα αυτά και όχι να υποβάλλονται απ’ έξω τι πρέπει να κάνουν. Η ιστορία μας έχει δείξει ότι ένα κίνημα είναι πραγματικά δημοκρατικό και αυθεντικό όταν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και όχι σε «έξωθεν επεμβάσεις». Δεν μπορώ να καταλάβω τις υποδείξεις κάποιων πολιτικών για το τι πρέπει να κάνουν οι φοιτητές ή οι Πανεπιστημιακοί για το ένα ή το άλλο θέμα. Και δεν μιλάμε για θέματα παιδείας που όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να λένα τη γνώμη τους. Μιλάμε για το τι και το πως πρέπει να δράσουν οι φοιτητές ή οι πανεπιστημιακοί. Αφού όλοι μιλούν για αυτοτέλεια των κοινωνικών κινημάτων, ας τους αφήσουν όλα τα κομματικά επιτελεία επιτέλους, να αποφασίσουν οι ίδιοι τι θέλουν και τι δεν θέλουν.
2. Για το θέμα της καθολικής συμμετοχής των φοιτητών στις εκλογές των διοικήσεων των ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει την καθολική ψηφοφορία των φοιτητών για την εκλογή των διοικήσεων των ΑΕΙ. Ποιός λογικός άνθρωπος μπορεί να διαφωνεί με αυτό ; Και όμως υπάρχουν δυνάμεις που διαφωνούν με τη διάταξη αυτή και προτιμούν την προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή την συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές δια των αντιπροσώπων τους. Γνωρίζουμε όμως όλοι τις παρενέργειες του συστήματος αυτού και έχουν γραφεί αρκετά για δοσοληψίες και άλλες αρνητικές καταστάσεις που δημιουργούσε το σύστημα αυτό. Η συμμετοχή των φοιτητών στις διοικήσεις των ΑΕΙ που θεσμοθετήθηκε στη δεκαετία του 80 ήταν μια προοδευτική κίνηση, όμως σήμερα η συμμετοχή όλων των φοιτητών στην ψηφοφορία είναι ακόμη πιο προωθημένη και προοδευτική, αφού ωθεί το σύνολο των φοιτητών να σκεφτούν και να προβληματισθούν σε θέματα που προηγούμενα μόνο κάποιοι εκπρόσωποί τους είχαν το προνόμιο να ασχολούνται.
3. Για το θέμα της Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών και των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας.
Η λέξη αξιολόγηση δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς σε πολλούς αφού συνδέεται με τον επιθεωρητή του παρελθόντος και με καθεστώτα που τα πάντα καθορίζονταν από τη θέληση του «προϊστάμενου». Όμως σήμερα υπάρχει κάτι που προχωρεί χωρίς αξιολόγηση ; Εμείς στην καθημερινή μας ζωή δεν αξιολογούμε τις αποφάσεις μας με βάση τα αποτελέσματα και παίρνουμε διορθωτικά μέτρα ; Στις δουλειές μας στις ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν αξιολογούμαστε καθημερινά ; Δεν αξιολογούνται συστήματα, διαδικασίες, αποφάσεις ; Γιατί λοιπόν η αξιολόγηση να λείπει από το σύστημα της παιδείας συνολικά και σε όλες τις βαθμίδες ; Ο μέσος πολίτης καταλαβαίνει λοιπόν ότι κάποιοι δεν θέλουν την αξιολόγηση. Η έλλειψη όμως τις αξιολόγησης δημιουργεί πολλές αρνητικές παρενέργειες. Ακατάλληλοι εκπαιδευτικοί βρίσκονται μέσα στις αίθουσες, γιατί κάποια στιγμή ήταν στην λεγόμενη «επετηρίδα», ή πέρασαν μέσω του ΑΣΕΠ, ενώ δεν κάνουν για εκπαιδευτικοί, αλλά θα μπορούσαν να αποδώσουν θαυμάσια σε μια διοικητική θέση. Πολλοί έχουν ενστάσεις για το ποιος θα κάνει την αξιολόγηση και τους κινδύνους αυθαιρεσιών που ελλοχεύουν από την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης. Αυτό όμως αποτελεί ένα δεύτερο θέμα και ασφαλώς είναι υπό συζήτηση ποιό σύστημα αξιολόγησης θα επιλέξουμε. Ασφαλώς και υπάρχει κίνδυνος αυθαιρεσιών. Όμως το βασικό είναι να δεχθούμε την αναγκαιότητα της αξιολόγησης ως αρχή. Τα θέμα της σχεδίασης και υλοποίησης ενός συστήματος αξιολόγησης είναι το επόμενο βήμα. Μέσα από συλλογικές διαδικασίες οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι, οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία, θα συμβάλλουν ώστε να διαμορφώσουμε ένα δημοκρατικό σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αλλά και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Και η διαδικασία της αξιολόγησης αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την μελλοντική ύπαρξη και αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, του δημόσιου Πανεπιστημίου. Διαφορετικά το δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα θα καταρεύσει και το ιδιωτικό θα κυριαρχήσει είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Γιατί θα το θέλει η κοινωνία. Γι αυτό όσοι θέλουν το δημόσιο σχολείο και Πανεπιστήμιο σήμερα, πρέπει να διαμορφώσουν πολιτικές που θα προωθήσουν την αξιολόγηση ως σύστημα αρχών, που θα διέπουν την λειτουργία κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος. Διαφορετικά θα μείνουν να καταγγέλουν όσους υποστηρίζουν και προωθούν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, που σε τελευταία ανάλυση ήδη έμμεσα λειτουργούν στη χώρα μας και δίπλα μας σε όλες τις χώρες και αποτελούν μέτρο σύγκρισης με τα δικά μας δημόσια Πανεπιστήμια. Βεβαίως η αύξηση των οικονομικών πόρων προς την παιδεία θα παίξει σημαντικό ρόλο για την αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Όμως δεν είναι ικανή συνθήκη μόνο αυτή η παράμετρος, να αναβαθμίσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Χρειάζονται και μια σειρά άλλες τολμηρές πολιτικές. Και μια απ’ αυτές είναι η εισαγωγή του συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Το θέμα παιδεία δεν εξανλείται σε ένα μικρό σημείωμα. Χρειάζεται πολλά να γίνουν. Χρειάζεται όμως να ανοίξει μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για τα θέματα αυτά της αναβάθμισης του Δημόσιου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος κάθε βαθμίδας, από όλες τις δυνάμεις της ανανεωτικής, δημοκρατικής αριστεράς, από όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας. Για να γίνει δυνατό να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος, εναλλακτικός προοδευτικός λόγος, απέναντι στις νεοσυντηρητικές πολιτικές, αλλά και απέναντι σε πολιτικές που είναι εγκλωβισμένες σε παρωχημένα, δογματικά πλαίσια με κεντρικό σημείο αναφοράς ένα ξεπερασμένο και αποτυχημένο «κρατικισμό».

Μάϊος 2008

Κώστας Χαϊνάς

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Πώληση ΟΤΕ : Μια εναλλακτική προοδευτική προσέγγιση

Μια μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει στη χώρα μας για την ιδιωτικοποίηση ή όχι του ΟΤΕ, του εθνικού τηλεπικοινωνιακού οργανισμού της χώρας.
Η μια, η κυβερνητική προσέγγιση η οποία έχει την βάση της σε μια σκέψη και ιδεολογία που είναι εχθρική σε κάθε τι κρατικό, λέει λοιπόν να πουλήσουμε τον ΟΤΕ σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρία όπως την Γερμανική DT η οποία σημειωτέον είναι κρατική γερμανική εταιρία.
Η άλλη, η αντιπολιτευτική θέση, η οποία έχει την βάση της σε μια –στον έναν ή στον άλλο βαθμό - κρατικίστικη σκέψη και ιδεολογία, λέει όχι στην πώληση του ΟΤΕ για να διαφυλάξουμε τον εθνικό έλεγχο στις τηλεπικοινωνίες, έναν στρατηγικής σημασίας κλάδο της οικονομίας τον οποίο δεν μπορούμε να παραδώσουμε σε ξένες εταιρίες.
Η πρώτη θέση (με διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες σε επιμέρους πλευρές), έχει ως επιχειρήματα κυρίως την θέση ότι το κράτος δεν μπορεί να είναι επιχειρηματίας αλλά πρέπει να περιορίσει ή και να εκμηδενίσει την συμμετοχή του στις διάφορες επιχειρήσεις, αλλά επικαλείται και μια σειρά άλλους λόγους όπως η άντληση οικονομικών πόρων για άλλους κοινωνικούς τομείς και για να μπορέσει ο ΟΤΕ να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις του ανταγωνισμού που διαμορφώνονται όχι μόνο στην χώρα μας αλλά και παγκόσμια.
Η δεύτερη θέση (με διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες σε επιμέρους πλευρές) έχει ως κεντρικό πυρήνα των επιχειρημάτων της, ότι ο ΟΤΕ αποτελεί εθνικό κεφάλαιο στρατηγικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα αφού ελέγχει τον τηλεπικοινωνιακό σύστημα της χώρας και δεν μπορεί να εκχωρείται σε ιδιώτες.
Η θέση μας είναι ότι υπάρχει και μια τρίτη προσέγγιση στο θέμα η οποία παίρνει στοιχεία και των δύο θέσεων αλλά έχει σαφώς προοδευτικό χαρακτήρα. Διασφαλίζει τον δημόσιο έλεγχο των υποδομών των τηλεπικοινωνιών και ταυτόχρονα αποκρατικοποιεί μια δραστηριότητα που μπορεί να την κάνει μια οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρία.
Σε γενικές γραμμές η θέση αυτή είναι η εξής :
Ο ΟΤΕ είναι ένας δημόσιος τηλεπικοινωνιακός οργανισμός ο οποίος έχει στον έλεγχό του, την τηλεπικοινωνιακή υποδομή της χώρας δηλαδή τον έλεγχο των τηλεπικοινωνιών και ασφαλώς παρέχει και υπηρεσίες όπως όλες οι άλλες ιδιωτικές εταιρίες.
Εάν αποχωρισθούν οι υποδομές και το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο (ενσύρματο δίκτυο και συχνότητες) από τον ΟΤΕ και τα αναθέσουμε να τα διαχειρισθεί μια ανεξάρτητη δημόσια αρχή τότε ο ΟΤΕ μετασχηματίζεται σε μια εταιρία που παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, όπως πολλές άλλες στη χώρα μας. Προϋπόθεση βεβαίως γιαυτήν την μετάβαση, θα είναι οι υποδομές αυτές και το δίκτυο να είναι δημόσια περιουσία και να έχουν πρόσβαση όλες οι εταιρίες και του ΟΤΕ συμπεριλαμβανομένου, πληρώνοντας κάποιο τίμημα για τις υπηρεσίες πρόσβασης στο δίκτυο αυτό. Οι υποδομές αυτές θα αναπτύσσονται από τον δημόσιο οργανισμό και κανένας τρίτος δεν θα μπορεί να αναπτύξει δικό του δίκτυο. Έτσι θα αποφύγουμε αυτή τη γελοία τακτική που ακολουθείται σήμερα, η κάθε εταιρία να σκάβει τους δρόμους της κάθε πόλης και να βάζει την δική της οπτική ίνα. Οι μελοντικές γεννιές στην κυριολοξία θα γελάνε μαζί μας όταν θα διαπιστώνουν ότι οι δρόμοι των μελλοντικών πόλεων έχουν στα σπλάχνα τους χιλιάδες εκατομύρρια μέτρα καλώδια τα οποία κανένας δεν έχει καταγράψει τις διαδρομές και όταν θα χρειαστεί να γίνει κάποια συντήρηση τότε το συνεργείο της κάθε εταιρίας θα «σκάβει» όπως γίνεται σήμερα με τα διάφορα συνεργεία των ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΕΥΑ και άλλων οργανισμών που τη μια μέρα σκάβει ο ένας και την άλλη μέρα στο ίδιο σημείο μπορεί να σκάβει ο άλλος.
Εάν λοιπόν οι τηλεπικοινωνιακές υποδομές ανήκουν στο δημόσιο και διαχειρίζονται από την ανεξάρτητη αρχή τηλεπικοινωνιών, τότε δεν θα υπάρχει κανένας κίνδυνος για τα εθνικά μας συμφέροντα. Οι υποδομές αυτές θα μπορούν να διατίθενται στις ιδιωτικές εταιρίες και στον ΟΤΕ, έναντι τιμήματος για να εξηπηρετούν τους πελάτες τους.
Το ίδιο μπορεί να γίνει και με το ασύρματο δίκτυο. Οι συχνότητες αποτελούν δημόσια περιουσία. Αυτές διατίθενται σε όσες εταιρίες έχουν τις προϋποθέσεις και τις απαραίτητες άδειες για να παρέχουν ασύρματες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Όμως και στην περίπτωση αυτή εάν οι υποδομές ανήκουν στο δημόσιο φορέα, δεν θα είχαμε αυτό το τρελοκομείο με τις κεραίες να φυτρώνουν ανεξέλεγκτα σε κάθε τετράγωνο με άγνωστες μέχρι στιγμής επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
Η πρόταση λοιπόν του διαχωρισμού της τηλεπικοινωνιακής υποδομής και των υπηρεσιών στον ΟΤΕ και δίνει απαντήσεις στους προβληματισμούς των δύο κλασσικών τοποθετήσεων και καταργεί το δίλλημα του δημόσιου ή όχι χαρακτήρα του. Στην περίπτωση αυτή δεν χρειαζόμαστε να έχουμε υπο κρατικό έλεγχο έναν ΟΤΕ, ο οποίος θα παρέχει σταθερή ή κινητή τηλεφωνία, internet και άλλες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Αυτό μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρία ας το κάνει και ένας ιδιωτικός ΟΤΕ. Με λίγα λόγια δεν χρειάζεται να είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι εργαζόμενοι της αλυσσίδας «ΓΕΡΜΑΝΟΣ» που πουλάει κινητά τηλέφωνα και που ακριβοπλήρωσε ο ΟΤΕ για να την αγοράσει!!!
Το μοντέλο του διαχωρισμού των υποδομών από τις υπηρεσίες μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τους τομείς που μπαίνει το δίλημμα του δημόσιου ελέγχου. Στην ενέργεια, στην τηλεόραση και γιατί όχι στις τηλεπικοινωνίες.
Αυτές οι απλές σκέψεις εκτιμώ ότι μπορούν να τεκμηριωθούν και επιστημονικά αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση.

Μάϊος 2008
Κώστας Χαϊνάς
xainas@gmail.com
http://kostasxainas.blogspot.com/